ποντικοκτόνος

ποντικοκτόνος
ος, ο[ν] уничтожающий мышей (о препарате)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ποντικοκτόνος" в других словарях:

  • ποντικοκτόνος — ο, Ν αυτός που φονεύει τους ποντικούς, μυοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μυο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»